- δημορριφεῖς
- δημορριφήςhurled by the peoplemasc/fem acc plδημορριφήςhurled by the peoplemasc/fem nom/voc pl (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δημορριφής — δημορριφής, ές (Α) φρ. «δημορριφεῑς... ἀράς» κατάρες που ρίχτηκαν από τον λαό. [ΕΤΥΜΟΛ. < δήμος + ριφής < ριφή < ρίπτω] … Dictionary of Greek